χλεύη

χλεύη
η, ΝΜΑ
χλευασμός, εμπαιγμός (α. «έγινε αντικείμενο χλεύης» β. «οὐ θαύματος ἀλλά χλεύης καὶ γέλωτος ἄξια», Ηρωδιαν.)
μσν.
απάτη («διὰ χλεύης τινὸς ἐπορνεύθη», Μαλάλ. Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. χλεύη θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα *ghleu- «είμαι χαρούμενος, κάνω αστεία, αστειεύομαι» και να συνδεθεί με τα αγγλοσαξ. glēo «χαρά» και αρχ. νορβ. glŷ «χαρά». Προβλήματα, ωστόσο, γεννά ο καθορισμός τού επιθήματος με το οποίο έχει σχηματιστεί η λ., αφού η αναγωγή της σε τ. *ghlew-ā (με κατάλ. -ā) θα σήμαινε μία, ασυνήθιστη στην Ελληνική, διατήρηση τού ενδοφωνηεντικού -F-. Μια πιο ικανοποιητική ερμηνεία τού τ. χλεύη θα προϋπέθετε πιθ. την αναγωγή του σε τ. *χλεύ-ση (< *ghleu-s-, πρβλ. την πιθανή αναγωγή τής λ. σκευή σε *σκευσή) ή σε τ. *χλεF-Fᾱ (< *ghlew- με εκφραστικό διπλασιασμό τού -F-), απόψεις, όμως, που παραμένουν ανεπιβεβαίωτες. Εξάλλου, έχει διατυπωθεί η άποψη από ορισμένους μελετητές ότι η ΙΕ ρίζα *ghlew αποτελεί εκτεταμένη μορφή μιας ρίζας *ghel- χωρίς, όμως, να μπορεί να καθοριστεί αν πρόκειται για τη ρίζα *ghel- με σημ. «φωνάζω» (πρβλ. κίχλη, πιθ. χελιδών) ή για την ομόηχη ρίζα με σημ. «λάμπω» (πρβλ. χολή, χλωρός κ.λπ.). Κατ' άλλη άποψη, η λ. χλεύη πρέπει να συνδεθεί με τον τ. τού Ησύχ. χελυνάζω
χλενάζω, φλναρέω με μια εναλλαγή *ghl-eu-: *ghel-u- μιας ρίζας *ghel- εκτεταμένης με -F-. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν θεωρείται πιθανή λόγω τής σημασιολογικής διαφοράς μεταξύ τής λ. χλεύη και τού τ. χελύνη «χείλος» με τον οποίο πρέπει να συνδεθεί το ρ. χελυνάζω (βλ. λ. χελυνάζω). Τέλος, η λ. χλεύη και το ρ. χλευάζω, από το οποίο έχουν προέλθει οι περισσότεροι τ. τής οικογένειας, από αρχική σημ. «πειράζω, κάνω αστεία» εξελίχθηκαν «επί κακώ» στη σημ. «περιπαίζω, κοροϊδεύω, λοιδορώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χλεύη — joke fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλεύῃ — χλεύη joke fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλεύαις — χλεύη joke fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλεύην — χλεύη joke fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλεύης — χλεύη joke fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλεύῃς — χλεύη joke fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλεύῃσι — χλεύη joke fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλεύας — χλεύᾱς , χλεύη joke fem acc pl χλεύᾱς , χλεύη joke fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • глум — род. п. а шутка, насмешка , глумиться, укр. глум, глумити, блр. глум, глумiць, ст. слав. глоумъ (Супр.), болг. глум шутка , сербохорв. глумити се шутить , глума шутка, игра , словен. glumiti se сыграть шутку , др. чеш. hluma histrio , польск.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • клевета — клеветать, 1 л. ед. ч. клевещу (цслав.), укр. клевета, клеветати, ст. слав. кл̂евета λοιδορία (Супр.), кл̂еветати διαβάλλειν, болг. клевета, сербохорв. клѐвета, чеш. kleveta клевета, сплетня , слвц. klebeta. От клевать, клюю; см. Бернекер 1,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”